28.4.09

3 πίνακες διηγούνται τη συνέχεια της ιστορίας


1 μερος

2 Φέυγοντας από το μικρό λιμανάκι ο Κοκκιμύδης πήρε το δρόμο που πέρναγε από το ποτάμι.
Ένα παλιό γεφυράκι υπήρχε στην εκβολή του μικρού ποταμού, από εκεί πέρναγαν οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι της περιοχής για να πουλήσουν την πραμάτεια τους στο παζάρι της πόλης.
Με γοργές πεταλιές κατευθύνθηκε προς το σπίτι του, ήταν σίγουρος οτι η μητέρα του θα τον περίμενε στην πόρτα γιατί ανησυχούσε που άργησε για το φαγητό.
Η μαμά του νεαρού Κοκκιμύδη, η κυρία Όλγα είχε καταγωγή απο τη Νάπολη, ο πατέρας του παππού της, ο Φραγκίσκος ήταν Ιωαννίτης ιππότης της διάσημης οικογενείας των Ντε Λα Περτέν, όπως έλεγε και καμάρωνε κάθε φορά που είχαν καλεσμένους στο σπίτι η κυρία Όλγα, πολέμησε μάλιστα τους Οθωμανούς, στη δεύτερη πολιορκία του κάστρου, όπου και βρήκε ηρωικό θάνατο.
Κάθε φορά που άκουγε τη μητέρα του να διηγείται αυτή την ιστορία, ο Κοκκιμύδης γελούσε από μέσα του, γιατί είχε μάθει από τον παππού του, ότι ο ένδοξος πρόγονος, στην πραγματικότητα είχε πέσει από τις σκάλες του τοίχους του κάστρου κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, γιατί ήταν μεθυσμένος. Δεν έλεγε όμως ποτέ τίποτα για να μη χαλάσει το παραμύθι που είχε πλάσει με το μυαλό της η μητέρα του και την έκανε ευτυχισμένη, το είχε πει δε τόσες φορές που πιά το είχε πιστέψει και η ίδια.

Μετά το φαγητό έπεσε νωρίς για ύπνο ο νεαρός Κοκκιμύδης ήταν κουρασμένος και ήθελε να ξυπνήσει νωρίς να συνεχίσει το διάβασμα, έπρεπε οπωσδήποτε να περάσει της εξετάσεις και να πάρει μια υποτροφία που θα του εξασφάλιζε τη συνέχεια των σπουδών του.
Ο πατέρας του, σιδεράς στο επάγγελμα, ονειρεύονταν να δει το γιο του επιστήμονα, να ζει μια ζωή πιο άνετη από τη δικιά του, χωρίς στερήσεις.

Ονειρέυεται ο μικρός μας φίλος, βρίσκεται στη Βενετία.
Γόνδολες ανεβοκατεβαίνουν τα κανάλια, ο ήχος του νερού ακούγετε σαν νανούρισμα.
Σπουδάζει αρχιτέκτονας στο πανεπιστήμιο της ένδοξης πολιτείας. Ακούει τις φωνές των εμπόρων που παζαρεύουν με τους γονδολιέρηδες, που μεταφέρουν τα εμπορεύματα τους, μπαχαρικά και μεταξωτά υφάσματα από την ανατολή, γούνες και πολύχρωμα φτερά από τα βάθη της Αφρικής.
Ζευγάρια απολαμβάνουν τη βαρκάδα αγκαλιασμένα, ενώ οι κυρίες κρατάνε ομπρέλες για να προφυλαχθούν από τον ήλιο.
Και έτσι όπως είναι κουλουριασμένος στο κρεβάτι του ένα χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπο του.

Τους πίνακες τους βρήκα εδώ

1 σχόλιο:

vague είπε...

Ακόμα καλύτερα συνεχίζεις...