Δε ξέρω τι είναι αυτό που μου αρέσει περισσότερο στο Rubens, οι λεπτομέριες και η πολυπλοκότητα ορισμένων έργων του; Τα χρώματα που χρησιμοποιεί; 'Η μήπως αυτή η αίσθηση που σου αφήνουν οι πίνακες του; Αυτό που μοιάζει σαν την εποχή του παραμυθιού.
Ο Rubens είναι ένας από τους μεγάλους Φλαμανδούς ζωγράφους που έζησαν πριν από μισή περίπου χιλιετηρίδα. Γεννήθηκε στις 28 Ιουνίου 1577 και το πλήρες όνομα του είναι Peter Paul Rubens.
Άλλοι μεγάλοι Φλαμανδοί που μαζί με το Rubens δημιούργησαν σχολή είναι ο Anthony van Dyck, και ο Jacob Jordaens.
Οι πίνακές του χαρακτηρίζονται κυρίως από θέματα θρησκευτικού περιεχομένου ή είναι εμπνευσμένοι από τη μυθολογία. Έχει φτιάξει βέβαια και πολλά πορτρέτα κυρίως παιδιών πλούσιων οικογενειών όπως είδαμε και στο προηγούμενο ποστ για το μεγάλο Φλαμανδό. Εργαζόταν κυρίως σαν μόνιμος ζωγράφος σε βασιλικές αυλές.
Εκατό χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από τη γέννηση του Οδυσσέα Ελύτη. Το Μέγαρο Μουσικής τιμά το γεγονός και διοργανώνει ένα αφιέρωμα στο μεγάλο μας ποιητή, σε συνεργασία με τη σύντροφό του Ιουλίτα Ηλιοπούλου. Το 2011 ανακηρύχτηκε έτος Οδυσσέα Ελύτη.
Tο 2011 θα κυκλοφορήσουν τέσσερις εκδόσεις σχετικές με τον νομπελίστα ποιητή: Λεύκωμα με τίτλο "Οδυσσέας Ελύτης: Ο Ναυτίλος του αιώνος" και τα πρακτικά του συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο Sapienza της Ρώμης τον Νοέμβριο του 2006 με θέμα "Ο Ελύτης και η Ευρώπη".
Εκδηλώσεις ανακοινώνονται η μία πίσω από την άλλη για να τιμήσουν το μεγάλο μας ποιητή.
Αυτό όμως που έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι το έργο του...
Απόσπασμα από το μονόγραμμα:
Σ’ αγαπάω μ’ ακούς; Κλαίω, πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι κλαίω για τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς και τραγουδάω για τα αλλά που πέρασαν, εάν είναι αλήθεια. Για τα “πίστεψέ με” και τα “μη.” Μια στον αέρα μια στη μουσική, εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδάω κλαίω για το σώμα πού άγγιξα και είδα τον κόσμο. Έτσι μιλώ για ‘σένα και για ‘μένα.. ...........................
Σαν σήμερα 10/2/1975 έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος αυτός ποιητής.
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκι Ουσουρίσκι της Μαντζουρίας από γονείς Κεφαλλονίτες, το Χαρίλαο Καββαδία και τη Δωροθέα Αγγελάτου κόρη γνωστής οικογένειας εφοπλιστών. Είχε και δυο αδέλφια τη Τζένια και το Μήκια. Ο πατέρας του έκανε εμπόριο με το στρατό του Τσάρου.
Το 1914 λόγο πολέμου η οικογένεια έρχεται στην Ελλάδα κι εγκαθίσταται στο Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας επιστρέφει στις επιχειρήσεις του στη Ρωσία, όπου καταστρέφεται οικονομικά. Το 1917, κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίζεται. Το 1921 τον αφήνουν να επιστρέψει μα δεν μπορεί να προσαρμοσθεί στην ελληνική πραγματικότητα.
Η οικογένεια μετακομίζει στο Πειραιά όπου ο ποιητής στα 18 του αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας.
Το Νοέμβριο του 1928, ο Καββαδίας βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και μπαρκάρει ως "ναυτόπαις" τον επόμενο χρόνο στο φορτηγό "Άγιος Νικόλαος". Με τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου, ο ποιητής μπαρκάρει και πάλι αφού έχει εξασφαλίσει την άδεια της ασφάλειας, που τον θεωρεί "κομμουνιστή άνευ δράσεως" και του χορηγεί ειδικά διαβατήρια περιορισμένης χρονικής ισχύος. Ταξιδεύει σαν ασυρματιστής ειδικότητα που πήρε στο στρατό.
Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, και συγκεκριμένα το 1954, συνέβη το εξής περιστατικό: Ενώ ο ποιητής εργαζόταν σε "ποστάλι" (καράβι μικρών αποστάσεων, επιβατηγό),ταξίδεψε με το καράβι του ο Γιώργος Σεφέρης. Τόσο κατά την τυπική υποδοχή των ταξιδιωτών, όσο και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Σεφέρης δεν μπήκε καν στη διαδικασία να χαιρετίσει τον Καββαδία. Το γεγονός πίκρανε ιδιαίτερα τον Καββαδία, που θεωρούσε ότι η λογοτεχνική γενιά του '30, στην οποία ανήκε και ο ίδιος, τον υποτιμούσε.
Το 1975, στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι», αφήνει την τελευταία του πνοή ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Πίκρα
έχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Aμόι και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Tενερίφα, τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι, και τη γριά που εμέτραγε με πόντους την ταρίφα.
Tο βυσσινί του Tισιανού και του περμαγγανάτου, και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα, για το κορμί σου, που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.
O, τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι τον τρόμο που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη, για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.
Τον πυρετό στους Τροπικούς, του Ρίο τη μαλαφάντζα την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Μανάο Τη μαχαιριά που μου 'δωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα και "Σε πονάει με τη νοτιά;" –Όχι αλλού πονάω.
Του τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη Τις ξεβαμένες στάμπες μου πούχα για περηφάνεια για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.
Τι να σου τάξω ατίθασο παιδί να σε κρατήσω Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ' Αμερική κι Ασία Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πως να το ματίσω; Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.
Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι, Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια, απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι και ταξιδέψαν τα νησιά στον Πόντο, τα Κανάρια.
Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια, δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερό τιμόνι. Mια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.