Campay s water
Φουντάραμε καραμοσόλι στο ποτάμι.
Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο
''κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω''
ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη.
Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα,
οι κούληδες τρώνε σκυφτοί ρύζι με κάρι,
ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι,
που ' ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.
Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει γιά πέρα,
σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια,
μ' απόψε-λέω- φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια,
την ώρα που είπες με θυμό: ''θα βγω άλλη μέρα...''
Τη νύχτα σου 'πα στο καμπούνι μιά ιστορια
την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,
τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα
κι όλο μουρμούριζες βραχνά : ''Φάλτσο η πορεία...''
Ξημέρωσε κι ήρθε ο φακίρης με τα φίδια,
η μαχαράνα του Μυζόρ δε φάνηκε όμως!...
Μ' αισχρές κουβέντες τον επείραζε ο λοστρόμος
και του πετούσε απά στα φίδια του σκουπίδια.
Σαλπάραμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι.
Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε τ' αγιάζι.
Ζεστόν αέρα κατεβάζει το μπουγάζι,
μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου