Σαν σήμερα 10/2/1975 έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος αυτός ποιητής.
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκι Ουσουρίσκι της Μαντζουρίας από γονείς Κεφαλλονίτες, το Χαρίλαο Καββαδία και τη Δωροθέα Αγγελάτου κόρη γνωστής οικογένειας εφοπλιστών. Είχε και δυο αδέλφια τη Τζένια και το Μήκια. Ο πατέρας του έκανε εμπόριο με το στρατό του Τσάρου.
Το 1914 λόγο πολέμου η οικογένεια έρχεται στην Ελλάδα κι εγκαθίσταται στο Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας επιστρέφει στις επιχειρήσεις του στη Ρωσία, όπου καταστρέφεται οικονομικά. Το 1917, κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίζεται. Το 1921 τον αφήνουν να επιστρέψει μα δεν μπορεί να προσαρμοσθεί στην ελληνική πραγματικότητα.
Η οικογένεια μετακομίζει στο Πειραιά όπου ο ποιητής στα 18 του αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας.
Το Νοέμβριο του 1928, ο Καββαδίας βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και μπαρκάρει ως "ναυτόπαις" τον επόμενο χρόνο στο φορτηγό "Άγιος Νικόλαος". Με τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου, ο ποιητής μπαρκάρει και πάλι αφού έχει εξασφαλίσει την άδεια της ασφάλειας, που τον θεωρεί "κομμουνιστή άνευ δράσεως" και του χορηγεί ειδικά διαβατήρια περιορισμένης χρονικής ισχύος. Ταξιδεύει σαν ασυρματιστής ειδικότητα που πήρε στο στρατό.
Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, και συγκεκριμένα το 1954, συνέβη το εξής περιστατικό: Ενώ ο ποιητής εργαζόταν σε "ποστάλι" (καράβι μικρών αποστάσεων, επιβατηγό),ταξίδεψε με το καράβι του ο Γιώργος Σεφέρης. Τόσο κατά την τυπική υποδοχή των ταξιδιωτών, όσο και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Σεφέρης δεν μπήκε καν στη διαδικασία να χαιρετίσει τον Καββαδία. Το γεγονός πίκρανε ιδιαίτερα τον Καββαδία, που θεωρούσε ότι η λογοτεχνική γενιά του '30, στην οποία ανήκε και ο ίδιος, τον υποτιμούσε.
Το 1975, στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι», αφήνει την τελευταία του πνοή ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Πίκρα
έχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Aμόι
και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Tενερίφα,
τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι,
και τη γριά που εμέτραγε με πόντους την ταρίφα.
Tο βυσσινί του Tισιανού και του περμαγγανάτου,
και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα
με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα,
για το κορμί σου, που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.
O, τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι
τον τρόμο που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι
το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,
για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.
Τον πυρετό στους Τροπικούς, του Ρίο τη μαλαφάντζα
την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Μανάο
Τη μαχαιριά που μου 'δωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα
και "Σε πονάει με τη νοτιά;" –Όχι αλλού πονάω.
Του τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια
του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη
Τις ξεβαμένες στάμπες μου πούχα για περηφάνεια
για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.
Τι να σου τάξω ατίθασο παιδί να σε κρατήσω
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ' Αμερική κι Ασία
Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πως να το ματίσω;
Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.
Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι,
Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια,
απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι
και ταξιδέψαν τα νησιά στον Πόντο, τα Κανάρια.
Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,
δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερό τιμόνι.
Mια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει
κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.
wikipedia
Καββαδίας 1 Campay s water
Καββαδίας 2 Σταυρός του νότου
Καββαδίας 3 Ο δαίμονας χόρευε μέσα του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου