12.10.11
Αχνοφαίνεται
Χοντροί και λιγνοί μας ορίζουν τη ζωή
Άμποτ και Κοστέλο, γνωστοί σαν τροϊκανοί μας ρουφάνε τη ψυχή.
Μας ψεκάζουν μας χτυπούν, το αίμα μας με καλαμάκι το ρουφούν.
Για το καλό μας, θέλουν να ελέγχουν το μυαλό μας.
΄Ολοι μέσα στο μαντρί με τα χέρια μας δεμένα, τα πόδια μας τσιμεντωμένα.
Όταν έρχεται ο λύκος όλοι αναρωτιούνται μήπως.....
παϊδάκια θα τους κάνουν ή στη σούβλα θα τους βάλουν.
Πρόβατα μες το μαντρί, κουρεμένοι αχινοί,
που αν τους στείλουνε στον άδη...
Νόμισμα; Δε θα μπορούνε να πληρώσουν το βαρκάρη.
Κάπου μακρυά στο βάθος αχνοφαίνεται ένα φως.
Το είδανε λοιπόν το φως, ένας ξύπνιος κι ένας τύπος με φαλάκρα,
ένας μάγκας κι ένας βλάκας κι άλλος ένας που τον φώναζαν μαλάκα,
ένας φλώρος, ένας τάπας κι ένας μπρατσαράς που ήτανε λιγάκι φαφλατάς,
ένας με μεγάλη μύτη κι ένας με ωραίο σπίτι, είχε μέσα και πισίνα μα είχε ρέψει από τη πείνα.
Τρέξαν όλοι προς το φως, μία σπίθα αναμμένη, όλοι φώναζαν εγώ! και τραβούσε ο ένας τον άλλο.
Δικό μου, δικό μου, για πάρτη μου κι έγιναν ένα κουβάρι και κυλίστηκαν στη σπίθα.
Ώσπου η σπίθα έσβυσε....... επικράτησε ησυχία.
Όταν είχαν φύγει όλοι για να μπούνε στο μαντρί
κάπου μακρυά στο βάθος, σα μικρή πυγολαμπίδα ένα φως
μα ευτυχώς δεν το είδε κανείς που άρχισε να αχνοφαίνεται.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου