Γιώργης ΠαυλόπουλοςΗ Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. 'Ομως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
'Ισως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν' ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Βρετακος - Μαβίλης - Καρυωτάκης - ΔροσίνηςMαζεύω τα πεσμένα στάχια να σου στείλω λίγω ψωμί,
μαζεύω με το σπασμένο χέρι μου ό τι έμεινε απ' τον ήλιο
να σου το στείλω να ντυθείς. 'Εμαθα πως κρυώνεις.
Μάγεμα ασημοϋφαντο, φως μαργαριταρένιο
λυώνομαι σ' ένα χάραμα ξανθό, μαλαματένιο.
Γιομάτος μόσχους και δροσιές ο Ζέφυρος τερπνά
μέσ' απ' αγάπης φαντασιές τα πλάσματα ξυπνά.
Στων μαγεμένων της βουνών τα μαρμαρένια πλάγια,
γλυκολαλούν οι πέρδικες και κλαίει η κουκουβάγια.
Θα καθρεφτίσει τ' απαλό της φως. Γιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμε,
τον πόνο του θα ειπεί καθε αδερφός κι όλοι σκυφτοί θ' ακούμε.
Κι' ανάμεσα στα χρώματ' από χίλια ουράνια τόξα,
προβαίνει πάλ' ο ήλιος εις όλη του τη δόξα
και σαν του μεγαλείου σου σύμβολο φωτεινό,
ως στο χρυσό βασίλεμα λάμπει στον ουρανό.
Η ασημένια θάλασσα μ' αφρούς την περιζώνει
κι ο ουρανός με τ' άστρα του τη χρυσοστεφανώνει.